Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αὐχμῶδες — αὐχμώδης dry masc/fem voc sg αὐχμώδης dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχμώδης — αὐχμώδης, ες (Α) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. βρόμικος, ρυπαρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχμῶδες η ξηρασία … Dictionary of Greek